Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοσχάρι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοσχάρι το [mosxári] Ο44 : 1α. το μικρό της αγελάδας πριν συμπληρώσει τα δύο χρόνια: Aγελάδα που θηλάζει το ~ της. (γνωμ.) ο ύπνος* τρέφει το παιδί κι ο ήλιος τοβ. το κρέας του μοσχαριού: ~ ψητό / κοκκινιστό. ~ με πατάτες. Aκρίβυνε πάλι το ~. 2. (μτφ.) α. για χοντρό άνθρωπο: Πάχυνε κι έγινε ~. β. για άνθρωπο άκακο ή βλάκα. γ. για άνθρωπο αγε νή, χωρίς τρόπους: Mε πάτησε το ~ και ούτε συγγνώμη δε ζήτησε. μοσχαράκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. επίδρ. στο μοσκάρι]

[Λεξικό Κριαρά]
μοσχάριον το· μοσκάρι· μοσχάρι· μοσχάριν· μουσκάρι· μουσχάρι· μουσχάρι(ο)ν.
  • 1)
    • α) Νεαρό βόδι, μοσχάρι:
      • πρόβατα και μοσχάρια (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 122v
    • β) προκ. για το χρυσό μοσχάρι των Εβραίων στην έρημο (Π.Δ. Έξ. 32, 4-9):
      • έκαμαν αυτωνών μοσκάρι χυτό … και εθύσιασαν αυτουνού (Πεντ. Έξ. XXXII 8).
  • 2) (Συνεκδ.) μικρό ζώου:
    • μοσχάριον ελάφης (Κλήμ., Ενθυμ. 101).

[μτγν. ουσ. μοσχάριον. Οι τ. ‑ι (Meursius, ‑η), μοσκάρι και μουσκάρι (Βλάχ.) και σήμ. Τ. μουσκάριν σήμ. κυπρ. και ποντ. Ο τ. μου‑ στο Du Cange]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοσχαρίσιος -α -ο [mosxarísxos] Ε4 : που προέρχεται από μοσχάρι: Mοσχαρίσιο κρέας. ~ κιμάς. Mοσχαρίσιες μπριζόλες.

[μοσχάρ(ι) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες