Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαζόχ*
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαζόχα η [mazóxa] Ο25α & μαζόχας ο [mazóxas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : (προφ.) ο μαζοχιστής.

[μαζοχ(ιστής) -α, -ας]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαζοχισμός ο [mazoxizmós] Ο17 : 1. ανθρώπινη συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι το άτομο επιδιώκει να υφίσταται διάφορες σωματικές ή ψυχικές ταλαιπωρίες, οι οποίες του προκαλούν ευχαρίστηση: Είναι ~ να ζείτε μαζί, αφού δεν ταιριάζετε. 2. σεξουαλική διαστροφή κατά την οποία το άτομο μπορεί να φτάσει σε οργασμό μόνο όταν υφίσταται διάφορες σωματικές ή ψυχικές ταλαιπωρίες.

[λόγ. < γαλλ. masochisme < ανθρωπων. Sacher-Masoch (Aυστριακός συγγραφέας) -isme = -ισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαζοχιστής ο [mazoxistís] Ο7 θηλ. μαζοχίστρια [mazoxístria] Ο27 : αυτός που χαρακτηρίζεται ή πάσχει από μαζοχισμό: Πρέπει να είσαι ~ για να ανέχεσαι τέτοιες άθλιες συνθήκες εργασίας.

[λόγ. < γαλλ. masochiste < masoch(isme) = μαζοχ(ισμός) (δες λ.) -iste = -ιστής· λόγ. μαζοχισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαζοχιστικός -ή -ό [mazoxistikós] Ε1 : που αναφέρεται στο μαζοχισμό ή στο μαζοχιστή: Mαζοχιστικές τάσεις.

[λόγ. μαζοχιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες