Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτηματομεσίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κτηματομεσίτης ο [ktimatomesítis] Ο10 : μεσίτης για την αγοραπωλησία ακινήτων.

[λόγ. κτηματ- (κτήμα) -ο- + μεσίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες