Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορδόνι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορδόνι το [korδóni] Ο44 : είδος πολύ λεπτού σκοινιού ή πολύ στενής ταινίας, το οποίο έχει ποικίλες χρήσεις: Λύθηκαν τα κορδόνια των παπουτσιών μου. Tην κουρτίνα τη συγκρατούσαν μεταξωτά κορδόνια. ΦΡ η δουλειά πάει ~, προχωράει πολύ καλά, χωρίς προσκόμματα. (το πήρε / το πάει) σκοινί* ~. τράβα* ~.

[αντδ. < βεν. cordon < λατ. chorda < αρχ. χορδή (δες στο κόρδα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες