Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κιόλας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιόλας [kólas] επίρρ. : I. χρονικό. 1. τονίζει τη χρονική βαθμίδα της πρότασης στην οποία ανήκει και δηλώνει ότι το νόημά της ισχύει, συμβαίνει οριστικά και αναμφισβήτητα: Aύριο ~ θα σε περιμένουμε. Aπόψε ~ θα σου το επιστρέψω. || με αναφορά στο άμεσο παρελθόν επιτείνει την έννοια του συντελεσμένου που εκφράζει το ρήμα της κύριας πρότασης· ήδη: Όταν ξύπνησε, αυτοί είχαν ~ φτάσει. Όταν γέννησε το πρώτο της παιδί, ήταν ~ σαράντα χρονών. Tο έχω ~ διαβάσει. || (χρον., αναφ.): Όπως ~ έχει προαναφερθεί…, όπως ήδη, όπως άλλωστε. || εξαίρει τη διαπίστωση του ομιλητή για την ταχύτητα με την οποία συντελούνται τα γεγονότα: Έχουν περάσει ~ έξι χρόνια (από τότε που…). Είναι ~ ο δέκατος χρόνος φέτος που μένουμε εδώ. Είναι ~ μεσάνυχτα / πρωί / καλοκαίρι. 2. δηλώνει ότι κάτι γίνεται πολύ νωρίτερα, γρηγορότερα από ό,τι περίμενε ή ήθελε κανείς ή από ό,τι γίνεται συνήθως: Γύρισες ~;, τόσο γρήγορα. Kοιμήθηκαν ~ τα παιδιά;, από τόσο νωρίς. || σε διάλογο, σε ελλειπτικό λόγο: Είναι ώρα να πηγαίνουμε. -~;, τόσο γρήγορα; II. με επιδοτική σημασία. 1. συνοδεύει και επιτείνει το επιπλέον στοιχείο που αποτελεί το αποκορύφωμα μιας άσχημης κατάστασης ή συμπεριφοράς· από πάνω, επιπλέον: Στο σπίτι η κατάσταση είναι άσχημη· αρρώστησε ~ κι ο παππούς και όλα έγιναν πιο δύσκολα. Kαημένα ζώα! Πίνουμε το γάλα τους, παίρνουμε το μαλλί τους κι από πάνω τα σφάζουμε ~. Mε βρίζεις ~ ε;, κι αποπάνω. 2. δηλώνει ότι έχει συντελεστεί πριν την ώρα της μια επίπονη και αναγκαία εργασία: Δακτυλογράφησα ~ το κείμενο, για να μην υπάρχει καμία εκκρεμότητα, ήδη. Σιδέρωσα ~, για να μην έχω τίποτε για αύριο, επιπλέον. 3. βοηθά στη μετάβαση του λόγου και συνοδεύει την παρατήρηση ή το σχόλιο που ο ομιλητής θεωρεί σημαντικότερα και γι΄ αυτό τα αναφέρει στο τέλος· μάλιστα: Όλοι ενδιαφέρθηκαν· πολλοί παρέδωσαν ~ πολλά οικογενειακά κειμήλια. Στέκονταν νευριασμένοι· μερικοί ~ μου φάνηκαν έτοιμοι να αρχίσουν το ξύλο. Ήταν θυμωμένος· φαινόταν ~ από τα λόγια του, άλλωστε. || βεβαιωτικά, συμπερασματικά, επιτείνοντας συνήθ. τη σημασία του ανάλογου συνδέσμου· άλλωστε: Θα τον βοηθήσουμε οπωσδήποτε· γι΄ αυτό ~ τον περιμένουμε. 4. σε αρνητική επιδοτική σύνδεση: Δε φτάνει που δεν ενδιαφέρονται, διαμαρτύρονται ~ από πάνω. Ο τραγουδιστής δεν τραγουδάει απλώς αλλά ερμηνεύει ~ το τραγούδι. 5. σε αντιθετική σύνδεση επιτείνει τη σημασία του αντιθετικού συνδέσμου· πάλι, από την άλλη μεριά: Ήταν αργά· αλλά ~ τι να κάνω που έπρεπε οπωσδήποτε να φύγω;

[< κιόλα με προσθήκη αναλ. προς άλλα επιρρ. σε -ς: νωρίς]

[Λεξικό Κριαρά]
κιόλας, επίρρ.· κιόλα.
  • 1) Επιπλέον, αποπάνω, πρόσθετα, επίσης:
    • ανάγκη ήτον και είτι ήθελεν με ειπεί, να μην τον ακούσω κιόλα; (Διγ. Άνδρ. 37223· Ερωφ. Δ´ 269
    • νά ’ρθει ο πρεσβύτης τση θεάς κιόλας να σας βλοήσει (Πανώρ. Ε´ 371
    • να ’χεις φτερά να πηαίνεις στον ουρανό και παραμπρός κιόλας α θες να μπαίνεις; (Ζήν. Α´ 82).
  • 2) Ήδη, από καιρό· τόσο γρήγορα, αμέσως:
    • εγώ ’χω κιόλας, Γύπαρη, πολλότατην ολπίδα (Πανώρ. Β´ 549
    • αυτή την ώρα κιόλα εντεσμπαρκάρα (Λεηλ. Παροικ. 407
    • προξενήτρα εθέλησα κιόλας εσέ να κάμω (Πανώρ. Ε´ 161
    • για κείνο (ενν. το καταφρόνεμα) κιόλας όλοι μας εσμίξαμεν αντάμι (Φορτουν. Ιντ. γ´ 143
    • ο γάμος τούτος να γενεί κιόλας με τη βουλή ντου (Πανώρ. Ε´ 166).
  • 3) Λοιπόν:
    • Eίδες το, ποιο σαλιάρη ήθελες κιόλας γι’ άντρα σου να πάρεις (Κατζ. Α´ 167).

[<συνεκφ. της φρ. και όλα με επίδρ. επιρρ. σε ς. Ο τ. στο Somav. (κη‑) και σήμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες