Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταπίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταπίνω [katapíno] -ομαι Ρ αόρ. κατάπια, απαρέμφ. καταπιεί (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : 1α. με εκούσιες και με αντανακλαστικές κινήσεις των μυών του στόματος και του φάρυγγα κατεβάζω κτ., κυρίως μια ποσότητα στερεάς ή υγρής τροφής, από το στόμα στο στομάχι διά μέσου του οισοφάγου: Kατάπιε μια μπουκιά, έφαγε. Kατάπιε μια γουλιά νερό, ήπιε. Aυ τά τα χάπια δεν καταπίνονται εύκολα. Πνίγηκα, γιατί κατάπια ένα κουκούτσι. Δεν μπορώ να καταπιώ ούτε το σάλιο μου, για μεγάλη ανορεξία ή δυσκολία στην κατάποση. Πονάω όταν ~, όταν κάνω τις κινήσεις της κατάποσης. || Kαταπίνουμε τη σκόνη που σηκώνουν τα αυτοκίνητα, εισπνέουμε. β. (οικ.) τρώω βιαστικά και λαίμαργα, καταβροχθίζω την τρο φή μου: Ό,τι βρει μπροστά του το καταπίνει. || απορροφώ: Tο στεγνό χώ μα καταπίνει το νερό. (έκφρ.) ~ το βήχα μου / τα γέλια μου / τα δάκρυά μου, τα συγκρατώ. ΦΡ κατάπιε τη γλώσσα* του. άνοιξε η γη και τον κατάπιε / λες και τον κατάπιε η γη / σαν να τον κατάπιε η γη, για κπ. ή για κτ. που εξαφανίζεται, που χάνεται ξαφνικά. να ανοίξει / να άνοιγε η γη να με καταπιεί, όταν νιώθω ντροπή ή συστολή και θέλω να φύγω για να μη με βλέπει κανείς. τον / το κατάπιε η θάλασσα, για κπ. που πνίγηκε χωρίς να βρεθεί το πτώμα του ή για σκάφος που βυθίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνη. 2. (μτφ., οικ.) α. πιστεύω με μεγάλη ευκολία ό,τι μου πουν, δείχνω αφέλεια και ευπιστία· χάφτω2: Εγώ δεν τα ~ αυτά τα ψέματα. Έκα να τον άρρωστο κι αυτός το κατάπιε. β. δέχομαι μια δυσάρεστη κατάστα ση χωρίς διαμαρτυρίες ή άλλες αντιδράσεις: Kατάπια πολλές προσβολές χωρίς να μιλήσω. Kατάπιε πολλές πίκρες στη ζωή της.

[αρχ. καταπίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
καταπίνω.
  • 1)
    • α) Καταπίνω τροφή:
      • οι δ’ άλλοι καταπίνουσιν αντί ψωμιού φαρμάκιν (Προδρ. IV 259
    • β) ρουφώ, απορροφώ:
      • Το πρώτον αίμα εχύθηκεν κι η γης το καταπίνει (Χούμνου, Κοσμογ. 189).
  • 2) Εξαφανίζω:
    • να μη με πνίξουν τα νερά και να με καταπιούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1439
    • (μέσ.):
      • στην πέτραν κατεπόθη (ενν. ο Μωσής) (Παϊσ., Ιστ. Σινά 101).

[αρχ. καταπίνω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες