Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θρασιοφάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
θρασιοφάς, επίθ.
  • Αυτός που τρώει θρασίμια, ψοφίμια:
    • πνιγάρη λύκε, θρασιοφά (Διήγ. παιδ. 833).

[<ουσ. θράσιο (Θαβώρης, Ελλην. 22, 1969, 448) + φας <‑φάγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες