Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θερμοπυρηνικός -ή -ό [θermopirinikós] Ε1 : (φυσ.) που έχει σχέση με τη θερμότητα που εκλύεται από τη διάσπαση του πυρήνα του ατόμου: Θερμοπυρηνική αντίδραση. || (για εφαρμογές των θερμοπυρηνικών αντιδράσεων): Θερμοπυρηνική ενέργεια. Θερμοπυρηνικό εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Θερμοπυρηνικά όπλα. ~ πόλεμος, με θερμοπυρηνικά άπλα.
[λόγ. θερμο- + πυρηνικός μτφρδ. αγγλ. thermo nuclear < thermo- = θερμο- + nuclear = πυρηνικός]