Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζευγάρι
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζευγάρι το [zevγári] Ο44 : 1. δύο όμοια ή ταιριαστά· (πρβ. ζεύγος): α. για δύο όμοια ή συμμετρικά πράγματα που χρησιμοποιούνται μαζί: Ένα ~ κάλτσες / παπούτσια / γάντια. || για πράγμα που αποτελείται από δύο όμοια και συμμετρικά μέρη: Ένα ~ γυαλιά. β. για δύο ζώα που είναι ζεμένα μαζί: Ένα ~ βόδια. ΦΡ κάνω ~, οργώνω με άροτρο (που το σέρνουν δύο ζώα), ζευγαρίζω. || για δύο ζώα, ένα αρσενικό και ένα θηλυκό: Ένα ~ καναρίνια. γ. για δύο πρόσωπα, άντρα και γυναίκα, που έχουν συζυγική ή ερωτική σχέση· (πρβ. αντρόγυνο, ζευγαράκι). || για άντρα και γυναίκα που κάνουν κτ. μαζί, συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλο: Xορευτικό ~, η ντάμα και ο καβαλιέρος. 2. Tο ~ κάποιου, το άλλο όμοιό του, με το οποίο αποτελεί ζευγάρι, το ταίρι του.

[μσν. ζευγάρι < ζευγάριν < αρχ. ζευγάριον (υποκορ. του ζεῦγος)]

[Λεξικό Κριαρά]
ζευγάρι το,
βλ. ζευγάριν.
[Λεξικό Κριαρά]
ζευγαριάζω.
  • Αποτελώ ζευγάρι:
    • δυο περιστέργα … ζευγαριασμένα (Θρ. Κύπρ. Μ 489).

[<ουσ. ζευγάρι + κατάλ. ιάζω. Η λ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζευγαρίζω [zevγarízo] Ρ2.1α : οργώνω με άροτρο που το σέρνει ζευγάρι ζώων (βοδιών, αλόγων)· ΣYN ΦΡ κάνω ζευγάρι.

[μσν. ζευγαρίζω < ζευγάρ(ι) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ζευγαρίζω.
  • Οργώνω:
    • εζευγάριζαν τα χωράφια τως (Διήγ. πανωφ. 60).

[<ουσ. ζευγάρι + κατάλ. ίζω. Η λ. και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
ζευγαρικό το.
  • Υποχρέωση «γονικάρη», η ζευγαρέα (βλ. ά.):
    • (Βαρούχ. 4814).

[<ουσ. ζευγάρι + κατάλ. ικό. Η λ. και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
ζευγάριν το· ζευγάρι.
  • 1) (Προκ. για πρόσωπα ή πράγματα) ζευγάρι:
    • Σεβαστιανός και Ουρβίκιος, διαβόλου το ζευγάρι (Ζήν. Β´ 99).
  • 2) Αντρόγυνο:
    • στέκανε αγκαλιαστά σαν να ’τανε ζευγάρι (Δεφ., Σωσ. 154).
  • 3) Ζεύγος από βόδια για την καλλιέργεια της γης:
    • εύρε άνθρωπον κάμνοντα την γην με το ζευγάριν (Καλλίμ. 1486
    • φρ. κάνω ζευγάρι = οργώνω:
      • (Διήγ. πανωφ. 60).

[αρχ. ουσ. ζευγάριον. Ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζευγάρισμα το [zevγárizma] Ο49 : η ενέργεια του ζευγαρίζω, όργωμα με άροτρο.

[ζευγαρισ- (ζευγαρίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες