Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενώ
21 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενώ [enó] σύνδ. : I.χρονικός· εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις. 1. δηλώνει πράξη η οποία, την ώρα που βρισκόταν σε εξέλιξη στο παρελθόν, διακόπηκε από μια άλλη· ενόσω, καθώς: ~ ετοιμαζόμουν να βγω έξω, χτύπησε το τηλέφωνο. 2. προσδιορίζει πράξη που συμβαίνει, διαρκεί συγχρόνως, παράλληλα με την πράξη της κύριας πρότασης· καθώς, ενόσω, όσο: ~ θα ετοιμάζεις τις φωτοτυπίες, εγώ θα δακτυλογραφώ και το υπόλοιπο κείμενο. II. αντιθετικός· εισάγει δευτερεύουσες εναντιωματικές προτάσεις. 1. εκφράζει ισχυρή αντίθεση προς το νόημα της κύριας πρότασης που ο ομιλητής το θεωρεί πραγματικό· αν και, μολονότι, παρόλο που: Tον προσέλαβαν ~ δεν είχε τα απαραίτητα προσόντα. || ~ είπαν ότι θα κάνει καλό καιρό, ξαφνικά άρχισε να βρέχει. 2. συγχρόνως και με αιτιολογική σημασία, κυρίως σε ερωτηματικές προτάσεις που συχνά επιλέγονται για να μετριάσουν ενδεχόμενη αρνητική εκφορά· αφού: Πώς να δεχτώ τα χρήματα ~ ξέρω ότι δεν είστε σε καλή οικονομική κατάσταση;

[μσν. ενώ < αρχ. φρ. ἐν ᾧ]

[Λεξικό Κριαρά]
ενώ (I).
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Ενώνω, αναμιγνύω, ανακατεύω:
        • λαβών τέφραν … ένωσον αυτήν ελαίῳ (Ιερακοσ. 4858).
    • 2) Προσθέτω:
      • Έτι ένωσον τα ι΄L΄´ εξάγια μετά των ς΄η΄´ εξαγίων, γίνονται ις´L´´η´´ (Rechenb. (Vog.) 29).
  • II. Μέσ.
    • 1) Ενώνομαι (προκ. για την ένωση των Εκκλησιών):
      • όθεν και ενωθέντες … ῴχοντο προς Κωνσταντινούπολιν (Διήγ. αναιρεθ. 825).
    • 2) Συναντώμαι:
      • ως ενώθη μετ’ αυτού του πασιά ηρμήνευσεν αυτού ότι … (Ιστ. πατρ. 1603).
    • 3) (Προκ. για ζώα) συνευρίσκομαι, ζευγαρώνω:
      • ουχ ενούται (ενν. η τρυγών) μεθ’ ετέρων τρυγόνων (Φυσιολ. (Zur.) XI 2 β2).

[αρχ. ενόω. Βλ. και ενώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ενώ (II), σύνδ.
  • (Αναφορ.) όπου:
    • εκείσε εις τον τόπον του, ενώ ήτον η Προβέντσα (Χρον. Μορ. H 6837).

[<συνεκφ. εν ῳ (αρχ.)· βλ. και LBG. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ένωμα το [énoma] Ο49 : (προφ.) ένωση1. α. η σύνδεση αντικειμένων, πραγμάτων, χώρων κτλ., έτσι ώστε να αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. β. το σημείο στο οποίο είναι ενωμένα μεταξύ τους δύο αντικείμενα: Για να μη φαίνεται το ~ έραψε από πάνω ένα κομμάτι δέρμα.

[ενώ(νω) -μα (πρβ. ελνστ. ἕνωμα `συγκεκριμένη ενότητα΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενωματάρχης ο [enomatárxis] Ο10 : (προφ.) ενωμοτάρχης.

[< νωματάρχης με επίδρ. του ενωμοτάρχης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενωμοτάρχης ο [enomotárxis] Ο10 : α.(παλαιότ.) βαθμός υπαξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από τον υπενωμοτάρχη και κατώτερος από τον ανθυπασπιστή. β. (παρωχ., στρατ.) βαθμός υπαξιωματικού του στρατού ξηράς, επικεφαλής ενωμοτίας.

[λόγ. < αρχ. ἐνωμοτάρχης `διοικητής ἐνωμοτίας΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενωμοτία η [enomotía] Ο25 : α.(παρωχ., στρατ.) η μικρότερη στρατιωτική υποδιαίρεση, από δέκα ως δώδεκα άντρες. β. ομάδα προσκόπων.

[λόγ. < αρχ. ἐνωμοτία `ομάδα ορκισμένων, σώμα του σπαρτιατικού στρατού΄, ελνστ. σημ.: `τέταρτο του λόχου΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ενώμοτος, επίθ.
  • Που βεβαιώνεται με όρκο:
    • τας συνθήκας τας ενωμότους (Δούκ. 19514).

[αρχ. επίθ. ενώμοτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενώνω [enóno] -ομαι Ρ1 : 1α.συνδέω δύο ή περισσότερα αντικείμενα με οποιονδήποτε τρόπο (με συρραφή, με συγκόλληση κτλ.) και έτσι ώστε το ένα να είναι συνέχεια του άλλου: ~ δύο κομμάτια ύφασμα (με ραφή). ~ δύο κομμάτια σκοινί, δένω το ένα με το άλλο. ~ δύο καλώδια. β. συνδέω δύο χώρους ώστε να αποτελούν κατά κπ. τρόπο έναν ή να επικοινωνούν: Ένωσε τα δύο διαμερίσματα, γκρεμίζοντας τον ενδιάμεσο τοίχο. H διώρυγα ενώνει δύο θάλασσες και χωρίζει δύο στεριές. || H σήραγγα ενώνει την Aγγλία με την Ευρώπη. || H γέφυρα ενώνει το νησάκι με την απέναντι ξηρά. 2. για ό,τι συνδέει ψυχικά και πνευματικά: Mας ενώνει αδελφική φιλία. Mας ενώνει το όραμα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Tους ενώνει ο κοινός στόχος. || Ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου. ΦΡ ~ την τύχη* μου με κπ. || Ένωσαν τα χέρια / τα χείλη. 3α. για τη δημιουργία οργανισμού συνεργασίας, σύμπραξης ή ενιαίας διοίκησης προσώπων, σωματείων, επιχειρήσεων, κρατών: Ενωμένα Aραβικά Εμιράτα. β. για την εκούσια υπαγωγή αυτόνομης χώρας στην κεντρική εξουσία ομοεθνούς κράτους: Tα Επτάνησα ενώθηκαν με την Ελλάδα το 1864. γ. συμπαρατάσσω για την επιτυχία σκοπού: Aν ενώσουμε τις δυνάμεις μας, θα γίνουμε ακατανίκητοι. || (παθ.) συμπαρατάσσομαι: Ενώθηκαν για να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό. Λαός ενωμένος ποτέ νικημένος. Οι στρατιώτες αρνήθηκαν να υπακούσουν στις διαταγές και ενώθηκαν με τους επαναστάτες. 4. (χημ.): Ενώνουμε υδρογόνο και οξυγόνο και παράγεται νερό.

[μσν. ενώνω < αρχ. ἑν(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ενώνω.
  • I. Ενεργ.
    • α) ενώνω, συνδέω:
      • (Λίβ. Esc. 1868
    • β) ανακατεύω:
      • λάβωσιν ανήθιν, κλανήθιν … και ομού πάντα ενώσωσι (Σπανός D 1738).
  • II. Μέσ.
    • 1)
      • α) Συναναστρέφομαι:
        • συγκάθιζε μετά καλούς, ενώνου μετά κείνων (Σπαν. A 182
      • β) συνδέομαι φιλικά:
        • ήμην μετ’ αυτούς ενωμένος (Χειλά, Χρον. 351).
    • 2) Συγκρούομαι:
      • ενώθησαν οι δύο και τα κοντάρια κρούσαντες (Διγ. Z 329).
    • 3) (Μτβ. και αμτβ.) συναντώ:
      • (Αρσ., Κόπ. διατρ. [115]), (Χρον. Μορ. H 8717).

[<ενώ. Η λ. το 10. αι. (LBG) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες