Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαζευκτήριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαζευκτήριο το [δiazefktírio] Ο40 : έγγραφο που πιστοποιεί τη λύση ενός γάμου.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. διαζευκτήριος (ενν. έγγρα φον) < ελνστ. διαζευκ- (διαζευγνύω) `χωρίζω κτ.΄ -τήριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες