Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαγουμίζω [δjaγumízo] -ομαι Ρ2.1 : (λογοτ.) λεηλατώ, αρπάζω: Οι κατακτητές διαγούμισαν πόλεις και χωριά.
[μσν. διαγουμίζω < μσν. διαγουμ(άς) `διαγουμιστής΄ -ίζω < τουρκ. yağma -ς `λάφυρα, διαρπαγή΄ (από τα περσ.) με παρετυμ. δια- και ανάπτ. [u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του χειλ. [m] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαγουμίζω.
-
- Λεηλατώ, κουρσεύω:
- ό,τι ηύραν πράγματα εκεί εδιαγούμισάν τα (Χρον. Τόκκων 1306).
[<ουσ. διαγουμάς + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. στο Meursius (‑ειν) και σήμ.]
- Λεηλατώ, κουρσεύω: