Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκροτέσκο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκροτέσκος -α -ο [grotéskos] Ε4 : αστείος, κωμικός, γελοιογραφικός, εξαιτίας κυρίως μιας παράδοξης, ιδιότροπης ή εξαιρετικά περίεργης εμφάνισης: Γκροτέσκα φιγούρα. Θέαμα γκροτέσκο. Γκροτέσκα ερμηνεία.

[ιταλ. grottesco ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες