Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεώμηλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεώμηλο το [jeómilo] Ο40 : (λόγ.) πατάτα.

[λόγ. γεω- + μήλον μτφρδ. γαλλ. pomme de terre]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες