Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γερακίσιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γερακίσιος -α -ο [jerakísos] Ε4 : που ανήκει, που αναφέρεται στο γεράκι ή που θυμίζει γεράκι: Γερακίσια φτερά. Γερακίσιο μάτι, με πολύ καλή όραση. Γερακίσια μύτη, γαμψή.

[γεράκ(ι) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες