Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφόρητα [afόrita] adv (L)
- unbearably, unendurably, insufferably, intolerably (syn in ανυπόφερτα):
- ~ άσχημος, κουρασμένος, οδυνηρός, στενόχωρος, τυραννισμένος |
- ~ ρητορικός, ρομαντικός, συμβιβαστικός |
- ζέστη ~ ενοχλητική |
- μυρίζει, πλήττει, πονάει ~ |
- ο ήλιος καίει ~ |
- δίνει ευρύτατο περιεχόμενο στη ρητορική, ενώ αντίθετα στενεύει ~ τη φιλοσοφία (Tatakis) |
- γιατί να λιμπιζόμαστε την ~ ρυθμισμένη ζωή των μερμηγκιών; (Evelpidis) |
- πλάι σε σελίδες ~ ρεαλιστικές αναβρύζει μια αιθέρια, ειδυλλιακή ποίηση (Chatzinis) |
- ζουν σ' ένα ~ καταπιεστικό ολοκληρωτικό κράτος (Sachinis)
[der of αφόρητος]
- unbearably, unendurably, insufferably, intolerably (syn in ανυπόφερτα):