Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκημένος, -η, -o [asciménos] (L)
- ① exercized, plied, practiced:
- τα θεωρούσαν σα μια πάρεργη απασχόληση, ασκημένη στο περιθώριο (Sachinis)
- ⓐ exercized, applied, exerted:
- την ικανότητα να αισθάνεται και να πράττει .. αποκτάει ο άνθρωπος μόνο ύστερ' από επιδράσεις και υποκινήσεις ασκημένες επάνω του από την κοινωνία (Despotop)
- ② trained, skilled, experienced (syn έμπειρος, εξασκημένος, επιδέξιος, πεπειραμένος):
- ~γλύπτης, χορευτής |
- ασκημένο αφτί, μάτι, πνεύμα |
- ασκημένο βοηθητικό προσωπικό |
- φιλοσοφικά ~ νους |
- για τον ασκημένο φίλο της τέχνης τέχνη δύσκολη δεν υπάρχει (Seferis) |
- κι ο πιο ~ αναγνώστης έρχεται .. αντιμέτωπος μ' ένα υλικό πυκνό κι αδιαπέραστο (Sinop) |
- ο τεχνίτης μας ήταν αρχάριος στις εικονικές συνθέσεις, ενώ αντίθετα πολύ ~ στη διακοσμητική (Tas. Christidis) |
- poem σέρνει ασκημένα δάχτυλα 'πα στα χρυσά τα τέλια (Avgeris)
- ⓑ well-developed, keen, acute (syn αναπτυγμένος2 4, καλλιεργημένος, οξύς):
- ασκημένο αίσθημα της ισορροπίας |
- περιγράφει .. με την ασκημένη παρατηρητικότητά του την ειδυλλιακή .. ζωή της πολιτείας (Sachinis)
- ③ disciplined, self-controlled, trained in asceticism:
- τα αποφθέγματα των Πατέρων, λίγα λόγια που είπαν στην έρημο οι πιο ασκημένοι αναχωρητές (Papantoniou) |
- ο δαίμονας αγωνίζεται να λυγίσει και τις πιο αδάμαστες ψυχές και τις πιο ασκημένες (Bastias)
[ppp of ασκώ; cf ησκημένος]
- ① exercized, plied, practiced: