Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόχρωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόχρωση η [apóxrosi] Ο33 : 1.παραλλαγή βασικού χρώματος: Στη φύση βρίσκουμε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου. Ο τοίχος είναι βαμμένος σε μια ανοιχτή ~ του μπλε. Ο ουρανός ήταν γαλάζιος με ρόδινες αποχρώσεις. || (επέκτ.) για ήχο, παραλλαγή ενός βασικού ή συνηθισμένου τόνου: Όταν διάβαζε, η φωνή του έπαιρνε διάφορες αποχρώσεις. 2. (μτφ.) για κτ. που διαφέρει ελαφρά από ό,τι είναι ή θεωρείται βασικό, κύριο: Οι συνώνυμες λέξεις έχουν συνήθως μια διαφορετική εννοιολογική ~. Yπήρχε μια ~ ειρωνείας στα λόγια του. Ο συγγραφέας μάς δίνει όλες τις συναισθηματικές αποχρώσεις των ηρώων του. || Εκπρόσωποι όλων των πολιτικών αποχρώσεων, των πολιτικών τάσεων, ρευμάτων.

[λόγ. < ελνστ. ἀπόχρω(σις) `προσθήκη χρώματος΄ -ση σημδ. γαλλ. coloration]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόχρωση [apόxrosi] η, gen απόχρωσης & αποχρώσεως, pl αποχρώσεις (& απόχρωσες) (L)
  • ① hue, shade, tone, tincture, tint, tinge (syn χροιά):
    • βαθιά, θερμή, λεπτή ~ |
    • έντονες, φανερές, χίλιες αποχρώσεις |
    • διαβάθμιση αποχρώσεων shading |
    • κλίμακα αποχρώσεων scale of tones |
    • με αργυρές αποχρώσεις shaded-silver |
    • ουρανός με ρόδινες αποχρώσεις sky tinged w. pink |
    • ταγέρ με ροζ, μοβ αποχρώσεις |
    • φτερά με γαλάζιες αποχρώσεις |
    • υπάρχει μια μικρή διαφορά αποχρώσεως |
    • χρησιμοποιεί ανοιχτά χρώματα .. σε μεγάλη ποικιλία αποχρώσεων |
    • τα κορόμηλα πάνω απ' το κεφάλι μας παίρνανε μια ~ πρασινοκόκκινο, ασημί (KPolitis) |
    • είχε φέρει ένα δαχτυλίδι με ρουμπίνι στην ~ που παίρνανε τα μάτια της, όταν φορούσε ανοιχτόχρωμα (TAthanasiadis) |
    • ο Nείλος κυλούσε μπρος του, όλος όστρακα με μπρούντζινες αποχρώσεις, από το φως του φεγγαριού (Tsirkas) |
    • τα νερά έπαιρναν διάφορες αποχρώσεις καθώς έπεφτε πάνω τους αυτός ο απογεματινός ήλιος του Nοεμβρίου (Samarakis) |
    • το ωραίο πρόσωπό τους σκιαζόταν και πρόβελνε με χίλιες δυό απόχρωσες (Xenos) |
    • poem κ' ένα παιγνίδι του πράσινου σ' όλες τις αποχρώσεις (Lygizos)
  • ② fig minute difference or variation (as of thought, belief, tone or expression), shade, nuance:
    • ~ έννοιας, ήχου, νοήματος, παραλλαγών, προφοράς, ύφους |
    • θλιμμένη, θρησκευτική, μεταφυσική, παθητική, ποιοτική, σκοτεινή, φωτεινή ~ |
    • ~ σημασιολογική semantic nuance, shade of meaning |
    • στίχος με λεπτές αποχρώσεις verse full of delicate light and shade |
    • με ρωτάτε ποιες είναι οι ισπανικές απόχρωσες του φασισμού μας (Kazantz) |
    • το λεξικό γυρεύει να πολλαπλασιάσει αδικαιολόγητα τις σημασίες μιας λέξης, με το να δημιουργεί αποχρώσεις σημασιών ανύπαρκτες (Kakridis) |
    • η Σμύρνη έδωσε και στη γλώσσα της ένα ιδιαίτερο χρώμα, που την ξεχωρίζει από κάθε άλλη ~ της νεοελληνικής (Dimaras) |
    • ο Φ. μιλούσε αργά, μα εγώ, που γνώριζα τις αποχρώσεις της φωνής του, καταλάβαινα πως κάτι έτρεμε μέσα του (Tsirkas) |
    • η στήλη αυτή δεν θέλει να χάνει απ' τα μάτια της ποτέ την ελληνική πραγματικότητα, που την παρακολουθεί απ' όλες τις πλευρές και σ' όλες της τις αποχρώσεις (Psathas) |
    • poem αυτή η μέρα πέρασε χωρίς καμιάν ~ (Anagnostakis)
  • ③ characteristic or ideology w. which a person or thing is imbued, hue, tinge, shade, tincture, coloring:
    • εχθροί της δημοκρατίας οποιασδήποτε αποχρώσεως |
    • οι άνθρωποι σήμερα δεν διαβάζουν ένα αλλά περισσότερα φύλλα και μάλιστα διαφορετικών αποχρώσεων (Athanasiadis-N) |
    • πολλοί ηγέτες .. απ' όλες τις αποχρώσεις προθυμοποιούνται να προσφέρουν στους ανθρώπους πειστικές δικαιολογίες για να αλληλοσπαράζονται (Theotokas) |
    • υπήρχαν τότε στην Aθήνα τέσσερα ή πέντε περιοδικά ιδεών από ποικίλες αποχρώσεις (id.)
  • ④ slight admixture or smattering of sth, tincture, tinge, touch, trace (syn χροιά, near-syn ίχνος):
    • η πρώτη μας δείχνει τη λυρική διάθεση, .. μαζί με μίαν ελαφράν ~ ερωτισμού και αθώας φιλαρέσκειας (Papatsonis) |
    • ηθικοαισθητική ονομάζω αυτή την ερμηνεία της αριστοτελικής κάθαρσης, η ηθική απόχρωσή της είναι φανερή (Papanoutsos) |
    • το εκφραστικό υλικό του διατηρεί κάποιαν ~ λογιότητας (Kouloufakos) |
    • poem τα βρύα δίνουν ~ ελπίδας | στη θλίψη, που έγινε αβάσταχτη (Myralis)

[fr kath απόχρωσις ← K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες