Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολογητικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απολογητικός -ή -ό [apolojitikós] Ε1 : που έχει σχέση: 1. με την απολογία: Aπολογητική στάση. Aπολογητικό ύφος. || (νομ.) Aπολογητικό υπόμνημα. 2. με την απολογητική: Aπολογητικό σύγγραμμα / έργο. απολογητικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Mίλησε ~.

[λόγ. < γαλλ. apologétique < μσνλατ. apologeticus (στη νέα σημ.) < αρχ. ἀπολογητικός `κατάλληλος για υπεράσπιση΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
απολογητικός, -ή, -ό [apoloyitikós] (L)
  • ① produced in defense, justification or support of, apologetic:
    • απολογητικό υπόμνημα |
    • διαβάζεις τώρα τα λόγια μου τα επεξηγηματικά και απολογητικά (Palam, adapted) |
    • η θεωρία μας φανερώνει σκοπούς απολογητικούς, φαινόμαστε σα να προσπαθούμε να δικαιώσομε το θρησκευτικό φαινόμενο (Papanoutsos) |
    • στέκομαι σ' αυτά τα κείμενα, γιατί είναι απολογητικά της τέχνης του (Chatzinis)
  • ⓐ Christ rel, theol defensive or supportive of Christianity, apologetic:
    • το έργο δίνει πρωταρχική θέση στον Ωριγένη μέσα στον απολογητικό αγώνα του χριστιανισμού (Theodoakop)
  • ② apologetic, regretful, defensive:
    • μίλησε με απολογητικό τόνο |
    • άφησε τη φράση του ατέλειωτη μ' ένα απολογητικό χαμόγελο (Roufos) |
    • μια τέτοια απολογητική στάση την παίρνουν λαοί που έχουν ένα συναίσθημα μειονεκτικότητας (Tsatsos)

[fr kath απολογητικός ← postmed (Somavera), PatrG ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες