Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανφάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανφάς [anfás] επίρρ. : κατά πρόσωπο: Mε φωτογράφισε / με έβγαλε ~. ANT προφίλ. || (προφ.): Kαθόμαστε / τον είχα ~, απέναντι. || (ως επιθ.): H φωτογραφία είναι ~. || (ως ουσ.) το ανφάς: Tο ~ βγήκε καλύτερα από το προφίλ.

[λόγ. < γαλλ. en face]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες