Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανελλήνιστος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανελλήνιστος -η -ο [anelínistos] Ε5 : που, από άγνοια, παραβαίνει τους κανόνες της ελληνικής γλώσσας: Aνελλήνιστη σύνταξη. Mερικοί ανελλήνιστοι και άγλωσσοι συγγραφείς λαϊκών φυλλαδίων.

[λόγ. < ελνστ. ἀνελλήνιστος `όχι ελληνικός΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανελλήνιστος, -η, -ο [anelínistos] (L)
  • ① unfit, improper to the Greek language, non-Hellenic:
    • ~ τύπος form improper to Greek |
    • ανελλήνιστη σύνταξη construction improper to Greek |
    • αυτή η πρόταση είναι ανελλήνιστη (Tsantsanoglou)
  • ② fig ignorant of Greek culture, uncultured, uneducated:
    • τα παιδιά φεύγουν από το γυμνάσιο ανελλήνιστα |
    • οι ανελλήνιστοι Pωμαίοι γνώρισαν τα αριστουργήματα του ελληνικού λόγου (Kakridis) |
    • poem ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ (Kavafis)

[fr LK (2nd c. AD) ἀνελλήνιστος, cpd of pref αν- & *ἑλληνιστός (: K, AG ἑλληνίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες