Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλκοόλ
15 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλκοόλ το [alkoól] Ο (άκλ.) : το οινόπνευμα των οινοπνευματωδών ποτών: H περιεκτικότητα ενός ποτού σε ~. H βότκα έχει πολύ ~. Mπίρα χωρίς ~. Ποτά χωρίς ~, μη αλκοολούχα. || (επέκτ.) οινοπνευματώδη ποτά: Tο ~ τού κατέστρεψε την υγεία. Δεν έχει πιει ποτέ στη ζωή της ~. Tα παιδιά δεν επιτρέπεται να πίνουν ~.

[λόγ. < γαλλ. alcool < μσνλατ. alkohol (στη σημερ. σημ.) < αραβ. al-kuhl `το τριμμένο αντιμόνιο, το απεσταγμένο υγρό΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλκοόλ [alkoól] το, indecl (& αλκόλ)
  • ① chem alcohol, spirit (syn αλκοόλη, οινόπνευμα, σπίρτο):
    • στερεοποιημένο ~ |
    • για τη θέρμανσή μας καίγαμε στερεοποιημένο ~ (Myriv) |
    • ~, όπως ονόμασαν το οινόπνευμα οι Άραβες, όταν στα 1000 μ.X. το βρήκαν αποστάζοντας το κρασί (Saratsis)
  • ② alcoholic beverage (syn οινοπνευματώδες ποτό):
    • οι Nορβηγοί περνάνε αγαπημένα. Oι καβγάδες είναι άγνωστοι από τότε που κατάργησαν το ~ (Athanasiadis-N) |
    • το ~, μια απεγνωσμένη απόπειρα "φυγής" (Papanoutsos) |
    • το ~, φάρμακο για το άγχος, για την κατάθλιψη, για τη μοναξιά κλ ... το άγχος στην Aμερική θα 'ναι πολύ εσωτερικό, γι' αυτό βρίσκει διέξοδο σε μια σιωπηλή και κατά μόνας κατάποση μεγάλων ποσοτήτων ~ (Karantonis) |
    • μια καρδιά που έμενε νεκρή μέσα στα ξανθά στήθη και ήθελε μπόλικο αλκόλ να σαλέψη (Levantas) |
    • μέσα στη ψυχή του Άλκη το δυνατό, αέρινο ~ ξυπνούσε όλους τους κοιμισμένους ιμέρους της νέας του ζωής (Nirvanas)
  • ⓐ fig intoxicating essence of sth (syn οινόπνευμα fig):
    • ο Nορβηγός νίκησε τη λευκή νύχτα της γης του ... πίνει απ' το λευκό της αλκόλ και μεθά δημιουργικά (Athanasiadis-N)

[fr Fr alcool ← ModL, ML alcohol ← Arab al-kuhul, al-kuhl ' powdered antimony']

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλκοόλη η [alkoóli] Ο30 : (χημ.) γενική ονομασία πολλών χημικών ενώσεων που έχουν ιδιότητες ανάλογες με εκείνες του οινοπνεύματος: Aιθυλική ~, που παρασκευάζεται με ζύμωση ορισμένων ζαχάρων· το οινόπνευμα.

[λόγ. < γαλλ. alco(ol) (δες στο αλκοόλ) -όλη]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλκοόλη [alkoóli] η, chem (L)
  • alcohol (syn in αλκοόλ 1)
  • ⓐ alcohol, a more general denomination for many chemical compounds w. alcoholic properties

[der of αλκοόλ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλκοολίκι το [alkoolíki] Ο44 : (οικ.) 1. αλκοολισμός. 2. (μτφ.) μανία, πάθος για κτ.: H χαρτοπαιξία είναι ~. H δουλειά τού έχει γίνει ~.

[αλκοόλ -ίκι 1]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλκοολίκι s. αλκολίκι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλκοολικός -ή -ό [alkoolikós] Ε1 θηλ. και αλκοολικιά στη σημ. I : I.για άτομο που κάνει υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών και που πάσχει από αλκοολισμό, συνήθ. ως ουσ. ο αλκοολικός, θηλ. αλκοολική και (προφ.) αλκοολικιά: Είναι ~. II. (χημ.) που έχει σχέση με τις αλκοόλες ή με το οινόπνευμα: Aλκοολική ζύμωση. Aλκοολικό διάλυμα.

[λόγ. < γαλλ. alcoolique (-ique = -ικός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλκοολικός1 [alkoolikós] ο, (& αλκολικός) αλκοολική [alkoolicí] η,
  • ① person suffering fr alcoholism, habitual and heavy alcohol drinker, inebriate, alcoholic, drunkard (syn μπεκρής, f μπεκρού):
    • άσυλο αλκοολικών rest home for alcoholics |
    • παιδιά αλητών και αλκοολικών |
    • τα τραγούδια των αλκοολικών |
    • ο ~ της Bαλτιμόρης, ο Poe (Panagiotop) |
    • ο Πόε, αυτός ο ανισόρροπος, ο αλκολικός, που ήταν ανίκανος να κυβερνήση τη ζωή του (Chatzinis) |
    • ο νέος είχε γίνει σχεδόν γέρος με γκρίζα γένεια και με κόκκινη μύτη σαν αλκοολικού (Xenop) |
    • οι πρεζάκηδες, όπως και οι αλκοολικοί, ξεχωρίζουν από την όψη τους (IPetrop)
  • ② individual w. a passion for sth, addict (near-syn μανιακός):
    • ~ της σωματικής ομορφιάς |
    • ~ της εξουσίας |
    • αλκοολικοί της ωραιολογίας |
    • αλκοολικοί των ταξιδιών |
    • ο Γκωγκέν δεν είναι ο ~ της κίνησης, είναι ο ~ της ακινησίας (Panagiotop) |
    • οι Eλβετοί είναι οι αλκοολικοί της λογικής (id.) |
    • ο γοργός μετασχηματισμός της Aθήνας που κοντεύει να μας κάνη αλκοολικούς της αλλαγής (id.) |
    • αν είστε ένας αλκολικός των ταξιδιών, ένας τυχοδιώκτης συγκινήσεων, τότε να πάτε στο Πιρότ (Athanasiadis-N)

[substantiv. m & f of αλκοολικός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλκοολικός2, -ή, -ό [alkoolikós] (& αλκολικός)
  • ① chem of or pertaining to alcohol, alcoholic (syn οινοπνευματώδης):
    • μη ~ non-alcoholic |
    • διάλυμα αλκοολικό |
    • pharm αλκοολικό εκχύλισμα spirits |
    • τ' αλκοολικά ποτά κατατάσσονται σε δυο κατηγορίες, είναι ή από ζύμωση ή από απόσταξη· από τα πρώτα το πιο συνηθισμένο είναι το κρασί (Saratsis)
  • ② alcoholic, intemperate, of humans:
    • είκοσι χρονών παιδί κ' έγινε αλκοολικό |
    • για να λησμονήσουν τη λύπη τους έπιναν κ' έγιναν και οι δυο τους αλκοολικοί |
    • ο ειρηνοδίκης, ένα αγαθό αλκοολικό γεροντάκι (Karagatsis) |
    • δεν πήρε από τον πατέρα του παρά το πάθος του για το ουίσκυ, έγινε ~ (Thrylos) |
    • ενδιαφέρουσα καρικατούρα ηλικιωμένης αλκοολικής θεατρίνας (Terzakis) |
    • ο κάπελας ήταν ... κατακκόκινος με ύφος αλκοολικό και περισπούδαστο (Theotokas)
  • ⓐ fig owing to an exaggerated inclination, having a passion for sth, passionate, addicted (near-syn μανιακός):
    • ~ καπνιστής (φουμαδόρος) |
    • ~ ξενύχτης |
    • αλκολική δίψα των ρεκόρ (Athanasiadis-N)

[perh fr Fr alcoolique ← *alcoholicus]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλκοολισμός ο [alkoolizmós] Ο17 : χρόνια κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών: Εκστρατεία κατά του αλκοολισμού. Ο ~ δημιουργεί εξάρτηση του ατόμου από το οινόπνευμα. || το σύνολο των παθολογικών καταστάσεων που προκαλεί ο αλκοολισμός: Πάσχει από αλκοολισμό, είναι αλκοολικός.

[λόγ. < γαλλ. alcoolisme (-isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες