Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδερφοφάγος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αδερφοφάγος [a∂erfofáγos] ο, region. (& αδερφοφάος & αδερφοφάς)
  • ① killer of or accomplice in killing one's brother:
    • έγινε ~
  • ⓐ one who has wronged his brother in dividing inheritance:
    • αδέρφι είσαι συ; είσαι αδερφοφάος
  • ⓑ cruel man (syn αιμοβόρος, σκληρός άνθρωπος)
  • ② boy whose subsequent siblings die (syn αδερφοδιώχτης 1a)

[cpd w. -φάγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες