Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγουροφάγος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγουροφάγος [aγurofáγos] ο, (& region. αγουροφάος & αγουροφάης & αγουροφάς)
  • eater of still unripe fruit (ant ωριμοφάγος):
    • gnom ~ έφαγε κι ο ουρμοφάγος καρτερεί the stealer of fruit still unripe on the trees eats but the owner doesn't

[cpd w. -φάγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες