Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγουροφάγος [aγurofáγos] ο, (& region. αγουροφάος & αγουροφάης & αγουροφάς)
- eater of still unripe fruit (ant ωριμοφάγος):
- gnom ~ έφαγε κι ο ουρμοφάγος καρτερεί the stealer of fruit still unripe on the trees eats but the owner doesn't
[cpd w. -φάγος]
- eater of still unripe fruit (ant ωριμοφάγος):