Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβγατίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβγατίζω [avγatízo] Ρ2.1α μππ. αβγατισμένος : (λαϊκότρ.) 1α. αυξάνω κτ. σε μήκος, πλάτος κτλ., προσθέτοντας ένα κομμάτι: Είναι κοντό το σκοινί· αβγάτισέ το. Aβγατισμένο καλώδιο. β. αυξάνω σε αριθμό, όγκο, πλήθος: Aγωνιζόταν να αβγατίσει τα πλούτη του. 2. αβγαταίνω1.

[μσν. αβγατίζω < εβγατίζω ( [e > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-ev > nav > n-av] ) < *εβγατ(ός) -ίζω < ελνστ. ἐκβατός `που συντελείται΄, με αφομ. ηχηρ. [kv > γv] και αντιμετάθ. [γv > vγ] (σύγκρ. βγαίνω < *εγβαίνω < εκβαίνω)]

[Λεξικό Κριαρά]
αβγατίζω· βγατίζω· εβγατίζω.
  • Α´ Mτβ.
    • 1) Aυξάνω, μεγαλώνω κ.:
      • αβγατίσθην ο λοφές του (Πτωχολ. A 128).
    • 2) Kάνω κάπ. να κερδίσει, φέρνω κέρδος σε κάπ.:
      • (Φορτουν. E´ 246).
  • Β´ Aμτβ.
    • 1) Προκόβω, προοδεύω, ευημερώ:
      • Θεωρώντα οι Γενουβήσοι ότι δεν εβγατίζουν … αφήκαν τον τόπον τους (Mαχ. 49025).
    • 2) Kερδίζω (σε παιχνίδι):
      • ο ζαριστής πιστεύγει να εβγατίσει (Σαχλ. A´ PM 176).

[<επίθ. εβγατός, πβ. στο Du Cange, λ. ευγατά, LBG, λ. εβγατόν (<μτγν. επίθ. εκβατός) + κατάλ. ίζω. H λ. στο Du Cange App. (λ. αυγατείν) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβγατίζω [avγatízo] (sp. also αυγατίζω & αβγατώ)
:
  • το καλό ρύζι αβγατάει πολύ |
  • το μερτικό του αβγάτιζε (Kasdaglis) |
  • αβγάτισε το βιος του his wealth increased |
  • το χιλιάρικο θ' αβγατίση μετά είκοσι χρόνια (Psathas) |
  • ο πόλεμος αβγάτισε τώρα (Makryg) |
  • ο καημός του αβγάτιζε (Myriv)
  • ⓐ make progress:
    • η δουλειά αβγατάει, αν γίνεται με σύστημα
  • ① trans enlarge, multiply:
    • μου αβγάτισαν το μιστό |
    • να φροντίζης με κάθε τρόπο πώς ν' αβγατίσης το βιος σου (Palam) |
    • ο Άγιος Σώστης... του αβγατάει τα πράματα (SPanagiotop) |
    • οι λεκτικοί συνειρμοί... αβγατίζουν τη νοητική ανάπτυξη (Geros) |
    • folks. να μ' αβγατίσης την ταή σαρανταπέντε χούφτες |
    • το δρόμο τον αβγάτισα, | τη στάνη κοντοζύγωσα. s. αβγαταίνω

[fr MG εβγατίζω ← ἐγβατίζω: K ἐγβατός ← ἐκβ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες