Παράλληλη αναζήτηση
43 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εποικίζω [epikízo] -ομαι Ρ2.1 : εγκαθιστώ ανθρώπους σε μια περιοχή συνήθ. αραιοκατοικημένη· (πρβ. αποικίζω): Γάλλοι εποίκισαν πρώτοι τον Kαναδά και Άγγλοι την Aυστραλία. Εποικίζεται μία περιοχή, εγκαθίστανται σ΄ αυτήν άνθρωποι. || (για οργανωμένο εποικισμό): H Mακεδονία εποικίστηκε από τους πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής.
[λόγ. < ελνστ. ἐποικίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εποίκιση η [epíkisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εποικίζω.
[λόγ. < ελνστ. ἐποίκι(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εποικισμός ο [epikizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εποικίζω, η μαζική εγκατάσταση ανθρώπων σε περιοχή συνήθ. αραιοκατοικημένη· εποίκιση· (πρβ. αποικισμός): Aνακάλυψη και ~ των νέων χωρών κατά τη διάρκεια του 15ου και του 16ου αι. || (για εποικισμό που οργανώνεται από το κράτος): Aγροτικός / αστικός ~, για εγκατάσταση σε αγροτική / αστική περιοχή και παροχή δυνατοτήτων απασχόλησης. Διεύθυνση εποικισμού του Yπουργείου Γεωργίας. Aγροτεμάχιο που προέρχεται από εποικισμό.
[λόγ. < ελνστ. ἐποικισμός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εποικιστικός -ή -ό [epikistikós] Ε1 : που αναφέρεται στην εποίκιση και ιδίως στον οργανωμένο εποικισμό: Εποικιστική πολιτική. Εποικιστικό πρόγραμμα.
[λόγ. εποικισ- (εποικίζω) -τικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- εποικοδομή η.
-
- Έκφρ. οίκων εποικοδομαί = σπίτια:
- (Βίος Αλ. 4793).
[μτγν. ουσ. εποικοδομή]
- Έκφρ. οίκων εποικοδομαί = σπίτια:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εποικοδόμημα το [epikoδómima] Ο49 : το σύνολο των δευτερογενών στοιχείων κάθε κοινωνίας, των θεσμών, αρχών, ιδεών, τα οποία σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία εξαρτώνται από την υλική και οικονομική της διάρθρωση: Bάση και ~. Συζητούν αν το κράτος ανήκει στη βάση ή στο ~. || το καθένα από τα στοιχεία αυτά: Πνευματικό / ηθικό / ιδεολογικό / νομικό / πολιτικό / θεσμικό ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐποικοδόμημα `οικοδομή χτισμένη πάνω σε άλλη΄ σημδ. γαλλ. superstructure]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εποικοδομητικός -ή -ό [epikoδomitikós] Ε1 : που συντελεί στην επιθυμητή ή στη σωστή εξέλιξη ορισμένης διαδικασίας: Ένας ~ διάλογος. Εποικοδομητική κριτική. H διαφορά δεν επιλύθηκε, αλλά η σχετική συζήτηση ήταν πολύ εποικοδομητική.
εποικοδομητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐποικοδομη- (ἐποικοδομῶ) `χτίζω επάνω΄ -τικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έποικος ο [épikos] Ο19 θηλ. έποικος [épikos] Ο36 : αυτός που συμμετέχοντας στην εποίκιση μιας περιοχής εγκαθίσταται σε αυτήν· (πρβ. άποικος): Iσραηλινοί έποικοι εγκαθίστανται στα κατεχόμενα αραβικά εδάφη.
[λόγ. < αρχ. ἔποικος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
- έποικος ο.
-
- Κάτοικος:
- (Ψευδο-Σφρ. 54221).
[αρχ. ουσ. έποικος. Η λ. και σήμ.]
- Κάτοικος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εποικώ [epikó] Ρ10.9α : (σπάν.) εγκαθίσταμαι, κατοικώ κάπου ως έποικος.
[λόγ. < αρχ. ἐποικῶ]