Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διατηρητέο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διατηρητέος -α -ο [δiatiritéos] Ε4 : που επίσημα έχει αποφασιστεί να διατηρηθεί, να προστατευθεί από κάθε φθορά: Διατηρητέο μνημείο. Ολόκληρη περιοχή της πόλης χαρακτηρίστηκε διατηρητέα. || (ως ουσ.) το διατηρητέο, κτίσμα που έχει κριθεί διατηρητέο: Tα διατηρητέα της Θεσσαλονίκης.

[λόγ. διατηρη- (διατηρώ) -τέος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες