Παράλληλη αναζήτηση
85 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ίτσα [ítsa] : επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών υποκοριστικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά: (αγκαλιά) αγκαλίτσα, (βελόνα) βελονίτσα, (θάλασσα) θαλασσίτσα, (καρέκλα) καρεκλίτσα, (κορδέλα) κορδελίτσα, (κούκλα) κουκλίτσα, (φιλενάδα) φιλεναδίτσα· (αρκούδα) αρκουδίτσα, (πεταλούδα) πεταλουδίτσα· (μηλιά) μηλίτσα· (Ελένη) Ελενίτσα· (Παναγία) Παναγίτσα.
[μσν. μετουσ. υποκορ. επίθημα -ίτσα < υποκορ. -ίτσ(ιν) -α < μσν. -ίκιν (δες στο -ίκι 2) με τροπή [k > ts] πριν από [i] (ισχυροπ. της άρθρ.): μσν. υποκορ. αστρ-ίκιν / αστρ-ίτσιν `αστεράκι΄, μσν. μαν-ίτσα & σύντμ. του επιθήματος -ίτισσα (δες -ίτης 1) με αποβ. του άτ. φων.: κοινό νεοελλ. ξενομερ-ίτισσα - ποντιακό ξενομερ-ίτσα· σε τοπων. παρουσιάζονται άλλοτε τα ίδια επιθήματα: Mηλ-ίτσα (< μηλ-ιά), Παλιοκαστρ-ίτσα (< Παλιοκαστρ-ίτισσα), και άλλοτε σλαβ. -itsa: Γραν-ίτσα < Granitsa]
- αγαπίτσα [aγapítsa] η,
- ① person beloved (of husband, child etc):
- τι κάνεις, ~ μου;
- ② beloved one, sweetheart (syn αγαπούλα):
- ίσως κανείς απορήση με τη σπουδαιότητα που έβαζα μέσα σε παιδιακήσιες αγαπίτσες (Palam) |
- μα, Nτέντυ μου, ~ μου, κατάλαβέ το. Πρέπει... να ολοκληρώσουμε αυτό το αίσθημα (Melas)
[der of αγάπη]
- ① person beloved (of husband, child etc):
- αγγλίτσα s. γκλίτσα.
- αγελαδίτσα [ayela∂ítsa] η, (& more commonly γελαδίτσα)
- heifer (syn in αγελαδάκι):
- γελάδα, γελαδίτσα μου, πήγαινε στο ποτάμι (DLoukatos).
- heifer (syn in αγελαδάκι):
- αγκλίτσα η [aglítsa] Ο25α : (λαϊκότρ.) γκλίτσα.
[ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. ἀγκύλ(ος, -η) -ίτσα με συγκ. του άτ. [i] ]
- αγκλίτσα s. γκλίτσα.
- αγκωνίτσα [aŋgonítsa] η,
- little angle or corner (syn αγκωνούλα):
- κάθισε στην ~ της
[der of αγκωνή]
- little angle or corner (syn αγκωνούλα):
- Αγουλινίτσα [aγulinítsa] η, geogr
- town in ep. Olympia
[fr γλινίτσα]
- αδελφίτσα η.
-
- Aδελφούλα:
- (Aχιλλ. N 1354).
[<ουσ. αδελφή + κατάλ. ‑ίτσα. H λ. το 12. αι. (LBG, ‑τζα) και σήμ. ποντ.]
- Aδελφούλα:
- αδερφίτσα [a∂erfítsa] η, region. (Epirus, Maced.)
- ① little sister (syn αδερφούλα)
- ② endear beloved sister
[fr late MG αδελφίτσα 'little sister']