Παράλληλη αναζήτηση
655 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -αλγία [aljía] : (ιατρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά αφηρημένα ουσιαστικά· (συνήθ. ιατρ.) δηλώνει την ύπαρξη άλγους, πόνου στο μέρος του σώματος που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: ισχι~, κεφαλ~, καρδι~, οδοντ~, οσφυ~.
[λόγ. < αρχ. -αλγία (< ἄλγ(ος) -ία) ως β' συνθ.: αρχ. κεφαλ-αλγία & νλατ. -algia < αρχ. -αλγία: εντερ-αλγία < γαλλ. entéralgie]
- -λογία [lojía] : β' συνθετικό σε σύνθετα αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά· συνήθ. δηλώνει: 1. την ενέργεια ή το αποτέλεσμα των ανάλογων ρημάτων σε -λογώ 1 από τα οποία παράγονται: ψευδο~, ηθικο~, δευτερο~, χυδαιο~. || το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος, όταν η αντίστοιχη ενέργεια δηλώνεται με το επίθημα -ση: βαθμο~, φορο~· (πρβ. βαθμολόγηση, φορολόγηση). 2. επιστήμη ή γενικά οργανωμένο τομέα γνώσης με αντικείμενο αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: αρχαιο~, γεω~, γλωσσο~, δερματο~, θεο~, θρησκειο~, καρδιο~, νευρο~, παπυρο~, φιλο~, φυσιο~.
[λόγ. < αρχ. -λογία < αρχ. -λόγος (δες -λόγος 1) ως β' συνθ.: αρχ. κακο-λογία, γενεα-λογία, θεο-λογία & διεθ. -logia < αρχ. -λογία: χρονο-λογία, παθο-λογία < γαλλ. chronologie, pathologie]
- -λογιά [lojá] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει σύνολο ανθρώπων που έχουν κοινά τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται το α' συνθετικό· (πρβ. -κοσμος1): φτωχο~.
[ελνστ. -λογία (θ. συγγ. του λέγω στη σημ.: `μαζεύω΄) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. ως β' συνθ.: ελνστ. ἀνθο-λογία `μάζεμα λουλουδιών΄]
- -ουργία [urjía] : β' συνθετικό σε θηλυκά αφηρημένα ουσιαστικά· δηλώνει σε αντιστοιχία συνήθ. με το οικείο αρσενικό ουσιαστικό σε -ουργός: 1. επαγγελματική ενασχόληση, δραστηριότητα, επιχείρηση σχετική με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: μεταλλ~, ταπητ~, υφαντ~. 2. σύνολο γνώσεων και τεχνικών που αφορούν αυτό που συνεπάγεται το α' συνθετι κό: αμπελ~, βαμβακ~.
[λόγ. < αρχ. -ουργία (< -ουργ(ός) -ία) ως β' συνθ.: αρχ. δημι-ουργία (< δημι-ουργός)]
- -ρραγία [rajía] : (ιατρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με την αιμορραγία στο όργανο ή στο μέρος του σώματος που υπάρχει ως α' συνθετικό: γαστρο~, ηπατο~, θηλο~, μητρο~, πνευμονο~, σπληνο~.
[λόγ. < αρχ. -ρραγία (θ. συγγ. του ρ. ῥήγνυμι `κομματιάζω΄) ως β' συνθ.: αρχ. αἱμο-ρραγία & γαλλ. -rragie < αρχ. -ρραγία: γαστρο-ρραγία < γαλλ. gastrorragie]
- ?μωρολόγια τα.
-
- Ανόητη φλυαρία:
- καθάρια μωρολόγια (Γαδ. διήγ. 408 κριτ. υπ. (από διόρθ. Λ. Αλεξίου· ά έκδ. μυ‑· Wagner, Bασιλείου μοι‑))
[πιθ. <ουσ. μωρολογία με αλλαγή γένους]
- Ανόητη φλυαρία:
- 'νοματολογία η,
- βλ. ονοματολογία.
- 'ξαργιά η.
-
- 1)
- α) Ημέρα αργίας, ανάπαυσης:
- (Πεντ. Λευιτ. XXIII 39)·
- β) συν. προκ. για το ιουδαϊκό Σάββατο:
- την ημέρα την έφτατη 'ξαργιά του Κύριου του Θεού σου· μη κάμεις παν δουλειά (αυτ. Έξ. XX 10)·
- (με τη γεν. 'ξαργήματου):
- (αυτ. Έξ. XXXV 2).
- α) Ημέρα αργίας, ανάπαυσης:
- 2) Προκ. για το έτος αγρανάπαυσης που επέβαλε στους Εβραίους ο Μωσαϊκός νόμος, κάθε έβδομο έτος:
- έξι χρόνια να σπείρεις το χωράφι σου … και εις τον χρόνο τον έφτατο 'ξαργιά 'ξαργήματου να είναι της γης (αυτ. Λευιτ. XXV 2).
[<’ξαργώ + κατάλ. ‑ιά. Τ. 'ξαρκά σήμ. κυπρ.]
- 1)
- 'ξεμολογιά η,
- βλ. εξομολογία.
- ’γγιά η,
- βλ. ουγγία.