Παράλληλη αναζήτηση
214 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- -βασία [vasía] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν: 1α. το βάδισμα επάνω σ΄ αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ορει~, πυρο~, σχοινο~. || (μτφ.): αερο~, ουρανο~. β. το βάδισμα στο χρονικό διάστημα ή με τις συνθήκες που εκφράζει το α' συνθετικό: υπνο~. 2. σεξουαλική πράξη με τη συμμετοχή αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό: κτηνο~.
[λόγ. < ελνστ. -βασία (< ρ. βαίνω) ως β' συνθ.: ελνστ. ὀρει-βασία `περιπλάνηση στα βουνά΄, κτηνο-βασία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- -πλασία [plasía] : (ιατρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει: 1. την ανάπτυξη μέρους του σώματος με τον τρόπο που αναφέρεται ως α' συνθετικό: ιδιο~, κακο~, νεο~, σπληνο~. || σε παραγωγή με προθήματα: δυσ~, υπερ~. 2. την ανάπτυξη του μέρους του σώματος που δηλώνει το α' συνθετικό: οστεο~, οσχεο~.
[λόγ. < νλατ. -plasia < αρχ. πλάσ(ις) `πλάσιμο, διαμόρφωση΄ -ia = -ία ως β' συνθ.: νεο-πλασία < γαλλ. néoplasie]
[Λεξικό Κριαρά]
- 'λασία η,
- βλ. ελασία.
[Λεξικό Κριαρά]
- 'μπασία η,
- βλ. εμβασία.
[Λεξικό Κριαρά]
- αγορασία η· αγορασιά.
-
- Aγορά· απόκτημα από αγορά:
- (Πεντ. Γέν. XXIII 18).
[αρχ. ουσ. αγορασία. H λ. και σήμ. κυπρ. (Andr.)]
- Aγορά· απόκτημα από αγορά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριοκερασιά η [aγriokeras
á] Ο24 : άγρια κερασιά. [αγριοκέρασ(ο) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριοκερασιά [aγriocerasjá] η, bot
- ① wild cherry tree (Cerasus)
- ② mahaleb cherry, St Lucie cherry, Cerasus mahaleb (which is grafted)
- ⓐ wood of the wild cherry tree:
- μια πίπα σκαλισμένη από ~ a pipe carved fr cherry wood (Kovvatzis)
[cpd w. κερασιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιαβασιά η [aδjavasxá] Ο24 : (οικ.) έλλειψη μελέτης: Mε τέτοια ~ ολόκληρη τη χρονιά, πώς ήθελες να πετύχεις στις εξετάσεις;
[α- 1 διαβασ- (διαβάζω) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιαβασιά [a∂javasjá] η,
- condition or state of being unread, not reading:
- πρέπει κανείς να είναι προομηρικής αφέλειας παιδί και πλάσμα μυθικής αδιαβασιάς για ν' απορή με τα παράξενα τούτα (Palam).
- condition or state of being unread, not reading:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιψασιά [aδipsasjá] η,
- no thirst or no lack of moisture.