Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἡδύποτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηδύποτο το [iδípoto] Ο41 : οινοπνευματώδες ποτό με γλυκιά γεύση και άρωμα φρούτων, ανθέων κτλ.: Tο λικέρ ανήκει στα ηδύποτα.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἡδύποτος `γλυκόπιοτος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες