Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωνάσης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Ωνάσης ο [onásis] Ο11 : σε μετωνυμία, για άνθρωπο πάρα πολύ πλούσιο· βαθύπλουτος, Kροίσος.

[ανθρωπων. Ωνάσης (όν. Έλληνα μεγαλοεφοπλιστή) < τουρκ. oynaş `σύντροφος, αγαπητικός΄ -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες