Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσάταλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσάταλο το [tsátalo] Ο41 & τσατάλι το [tsatáli] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) διχαλωτός πάσσαλος· φούρκα. 2. (μτφ., λαϊκ.) α. ξυλοδαρμός: Θα πέσει ~. β. αυστηρή επίπληξη.

[τουρκ. çatal -ο, -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες