Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρωκτικό το [troktikó] Ο38 : 1. ζώο της τάξης των θηλαστικών, που έχει πολύ δυνατούς κοπτήρες για να ροκανίζει την τροφή του και που συνήθ. ζει παρασιτικά προκαλώντας ζημίες: Ο ποντικός και το κουνέλι ανήκουν στα τρωκτικά. 2. (μτφ.) άνθρωπος που αργά, συστηματικά όμως και ύπουλα, ιδιοποιείται και σπαταλά ξένο χρήμα: Tα διάφορα τρωκτικά άφησαν αδειανά τα ταμεία της εταιρείας.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. τρωκτικός `άπληστος΄ σημδ. γαλλ. rongeur (στη σημ. 1)]