Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραβηχτικός 1 -ή / -ιά -ό [travixtikós] Ε1, Ε2 : (οικ.) που τραβάειIII2α· ελκυστικός: Aυτή η κοπέλα είναι πολύ τραβηχτική.
[λόγ. τραβηκ- (τραβώ) -τικός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραβηχτικός 2 -ή -ό Ε1 : (οικον.) τραβηχτικά δικαιώματα, ειδικό δικαίωμα τμηματικής δανειοδότησης.
[λόγ. < τραβηχτικός 1 σημδ. αγγλ. drawing rights]