Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τατουάζ το [tatuáz] Ο (άκλ.) : χάραξη στο δέρμα του ανθρώπου ανεξίτηλων παραστάσεων ή λέξεων, με οξύ όργανο και με ειδική τεχνική που επιτρέπει την εισαγωγή έγχρωμων ουσιών κάτω από την επιδερμίδα· δερματοστιξία: Οι ναυτικοί συνηθίζουν να κάνουν στα χέρια και στο στήθος τους ~.
[λόγ. < γαλλ. tatouage < ρ. tatouer < αγγλ. tatoo (από γλ. της Πολυνησίας)]