Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σωριαζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωριάζω [sorjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.τοποθετώ κτ. ή το ρίχνω με τέτοιον τρό πο, ώστε να σχηματίσει σωρό: Σώριασε τα ξύλα στο υπόγειο. Tα βιβλία είναι σωριασμένα στο πάτωμα. 2. (παθ.) καταρρέω. α. (για πρόσ.) πέφτω κάτω, σαν άψυχο σώμα, από μεγάλη σωματική εξάντληση ή από μεγάλο ψυχικό πόνο: Έχασε τις αισθήσεις του και σωριάστηκε στο πάτωμα. Σωριάστηκε στην πολυθρόνα και άρχισε να κλαίει. β. για κτ. που γκρεμίζεται και μετατρέπεται σε άμορφο σωρό: Tο σπίτι σωριάστηκε σε ερείπια.

[σωρ(ός) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες