Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπολίτευση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπολίτευση η [simbolítefsi] Ο33 : το σύνολο των βουλευτών που ανήκουν στην κυβερνητική παράταξη. ANT αντιπολίτευση2. || το σύνολο των μελών ενός συλλογικού οργάνου, που ανήκουν στην πλειοψηφία: Δημοτικός σύμβουλος της συμπολίτευσης.

[λόγ. < ελνστ. συμπολίτευ(σις) -ση `η ιδιότητα του συμπολίτη΄ κατά τη σημ. του συμπολιτεύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες