Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στόχαστρο το [stóxastro] Ο42 : μεταλλική προεξοχή, σταθερά προσαρμοσμένη στην άκρη της κάννης πυροβόλου όπλου, με την οποία ο χειριστής παίρνει τη γραμμή σκόπευσης: Aκίδα* του στοχάστρου. (έκφρ.) βάζω / έχω κπ. ή κτ. στο ~: α. ετοιμάζομαι να τον χτυπήσω, να ρίξω εναντίον του. β. (μτφ.) ζητώ την κατάλληλη ευκαιρία για να ενεργήσω εις βάρος κάποιου, για να του επιτεθώ ή για να το(ν) αντιμετωπίσω με σκληρά μέτρα: Mε έβαλε στο ~ εντελώς άδικα. H εφορία έβαλε στο ~ τους φοροφυγάδες / τη φοροδιαφυγή.
[λόγ. στοχασ- (στοχάζομαι) -τρον]