Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στουπώνω [stupóno] Ρ1α μππ. στουπωμένος : (οικ.) I1α. κλείνω ένα άνοιγ μα με στουπί ή με οτιδήποτε άλλο υλικό που λειτουργεί σαν τάπα. β. για τροφή που προκαλεί δυσκοιλιότητα: Ο λαπάς στουπώνει. || παθαίνω δυσκοιλιότητα: Στούπωσα από τα πολλά τα μήλα. 2. γεμίζω κτ. εντελώς, το παραγεμίζω1: Στούπωσε τη βαλίτσα με ρούχα / τις τσέπες του με καραμέλες. || πατικώνω κτ. για να χωρέσει κάπου: Στούπωσε τον καπνό στην πίπα. II. στυπώνω.
[μσν. στουπώνω < στουπ(ί) -ώνω]