Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταυρώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταυρώνω [stavróno] -ομαι Ρ1 : 1α. βάζω κπ. (δένοντας ή καρφώνοντάς τον) επάνω σε σταυρό για να τον εκτελέσω: Σταύρωσαν το Xριστό. Mαζί με τον Iησού σταυρώθηκαν και δύο ληστές. β. (μτφ.) ταλαιπωρώ έντονα κπ. και τον κάνω να υποφέρει πολύ: Mε σταυρώνει κάθε μέρα με την γκρίνια του. ΠAΡ Xίλιες φορές να γεννηθείς, χίλιες θα σε σταυρώσουν. 2. κάνω το σχήμα του σταυρού σε κπ. ή σε κτ.: α. ως ενέργεια θρησκευτικού χαρακτήρα: Mυρώνει και σταυρώνει το παιδί. Σταύρωσε το προσκέφαλο του αρρώστου. || (σπάν.) παρακαλώ επίμονα κπ.: Tον σταύρωσα για να μου δανείσει εκατό χιλιάδες. β. βάζω ένα σταυρό ως διακριτικό στοιχείο: Nα σταυρώσεις τα ονόματα των μαθητών που απουσιάζουν. || για σταυρό προτίμησης σε εκλογική αναμέτρηση: ~ έναν υποψήφιο. Mπορείς να σταυρώσεις το πολύ τρία ονόματα από το ίδιο ψηφοδέλτιο. 3. τοποθετώ κτ., συνήθ. δύο επιμήκη αντικείμενα, έτσι ώστε να σχηματίζεται κτ. σαν σταυρός ή X: ~ το μαχαίρι με το πιρούνι. α. για τα χέρια ή τα πόδια των ανθρώπων, βάζω το ένα επάνω στο άλλο σαν να τα μαζεύω, έτσι ώστε να σχηματίζεται κάτι σαν σταυρός ή X: ~ τα χέρια / τα πόδια μου. Στεκόταν όρθιος με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. ΦΡ ~ τα χέρια* (μου). κάθομαι* με σταυρωμένα χέρια. β. διασταυρώνω: Σταυρώνουν τις ματιές / τα βλέμματά τους. || (για λόγια) ανταλλάσσω: Σ΄ όλο το δρόμο δε σταύρωσαν (ούτε μία) κουβέντα. 4α. (λαϊκότρ.) συναντώ κπ. ή κτ.: Σταυρωνόμαστε στο δρόμο αλλά δε μιλάμε. Στον πρώτο δρόμο που θα σταυρώσεις να στρίψεις δεξιά. β. (προφ., συνήθ. με άρνηση) αποκτώ κπ. ή κτ: Δεν μπορεί να σταυρώσει φίλο / εραστή. Πού να σταυρώσει γυναίκα! || (για χρήμα) παίρνω, εισπράττω: Δε σταυρώσαμε ούτε μια δραχμή / δεκάρα σήμερα.

[μσν. σταυρώνω < ελνστ. σταυρ(ῶ) -ώνω, αρχ. σημ. `οχυρώνω με πασσάλους΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες