Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκατόγερος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκατόγερος ο [skatójeros] Ο20 θηλ. σκατόγρια [skatóγria] Ο27 : (χυδ.) υβριστικός χαρακτηρισμός δύστροπου ή ανήθικου ηλικιωμένου ατόμου.

[μσν. σκατόγερος `ο πολύ γέρος΄ < ελνστ. ἐσχατόγηρος με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk], τροπή του άτ. [ir > er], αποβ. του αρχικού άτ. φων. και παρετυμ. σκατο-· σκατό(γερος) -γρια κατά το σχ.: γέρος - γριά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες