Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιχτίρ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιχτίρ [sixtír] & σιχτίρι [sixtíri] : επιφωνηματική υβριστική έκφραση αγανάκτησης και αποπομπής: Άι ~! || (ως ουσ.) το σιχτίρι: Tον άρχισε στα σιχτίρια.

[τουρκ. siktir `στα ξεκουμπίδια΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · σιχτίρ -ι με προσαρμ. στο μορφολ. σύστημα της ελλην.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιχτιρίζω [sixtirízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) αποπέμπω, διώχνω κπ. με τρόπο βίαιο και υβριστικό.

[σιχτίρ -ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιχτίρισμα το [sixtírizma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια του σιχτιρίζω: Ύστερα από τέτοιο ~ πού να τολμήσει να εμφανιστεί μπροστά μου!

[σιχτιρισ- (σιχτιρίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες