Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σερβιτόρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σερβιτόρος ο [servitóros] Ο18 θηλ. σερβιτόρα [servitóra] Ο25α : υπάλληλος σε εστιατόριο, ταβέρνα, καφενείο κτλ. που ασχολείται με το σερβίρισμα των πελατών· γκαρσόνι.

[ιταλ. servitor(e) -ος· σερβιτόρ(ος) -α]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go