Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προ-
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προ- [pro] & πρό- [pró], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα το οποίο συνήθ.: I1α. δηλώνει αυτό που βρίσκεται μπροστά από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: πρόδομος, πρόναος· (γραμμ.) προπαραλήγουσα. β. χρησιμοποιείται για πρόσωπο που βρίσκεται μπροστά από τους άλλους και τελικά ηγείται, υπερέχει: προΐσταμαι, προπορεύομαι. || για το επικεφαλής πρόσωπο και την ανάλογη άσκηση εξουσίας: προϊστάμενος· προεδρία. γ. προπάντων, προπαντός. 2. έχει τη σημασία: α. προς τα εμπρός ή προς τα έξω: προβάλλω, προεκτείνω, προωθώ. || συχνά σε επιστημονικούς όρους: (ιατρ.) προγναθισμός· (γυμν.) πρόταση· (αρχιτ.) πρόβολος. β. μπροστά, έξω, μακριά από αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: προάστιο. 3. δηλώνει αυτό που γίνεται: α. μπροστά σε όλους, δημόσια: προαγορεύω, προκηρύσσω· προγραφή, προκήρυξη. β. για τη φροντίδα, προστασία κάποιου: προφυλάσσω· πρόμαχος, υπέρμαχος. γ. με την έννοια της εκλογής, επιλογής ύστερα από σύγκριση: προκρίνω, προτιμώ· πρόκριση, προτίμηση· προκριματικός. II. για κτ. που γίνεται εκ των προτέρων, από πριν: προαναγγέλω, προαποφασίζω, προειδοποιώ, προεξοφλώ, προκαταβάλλω, προπληρώνω, προϋπολογίζω, προφυλακίζω· προαγορά, προανάκριση, προειδοποίηση, προεξόφληση, προφυλάκιση, προκαταβολή, προπληρωμή· προσύμφωνο· προειδοποιητικός, προεξοφλητικός. || προμαντεύω, προβλέπω τι θα επακολουθήσει· προαισθάνομαι, προλέγω, προαίσθηση. III1. γενικά γι΄ αυτό που προηγείται χρονικά, που εμφανίζεται πριν από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: προημιτελικός. || (ιστ.) προϊστορία· προέλληνες· συχνά ANT μετα-: προεόρτιος, προεφηβικός, προκατακλυσμιαίος, προκατοχικός, προπολεμικός, προσχολικός. 2. για αυτό που σε μια φυσική σειρά προηγείται, υπάρχει χρονικά αμέσως πριν από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: προγιαγιά, προπαππούς· προπαραμονή· προχτές. || (προφ.) συχνά για την αμέσως προηγούμενη χρονική βαθμίδα με επανάληψη: προπρογιαγιά, προπροπαραμονή· προπροτελευταίος· και με το αντι-: αντιπροτελευταίος. 3. για κτ. που γίνεται πριν έρθει η κατάλληλη, η φυσιολογική γι΄ αυτό ώρα, χρονική στιγμή: πρόωρος. IV. με επιτατική σημασία: προαιώνιος· πρόδηλος, προφανής, ολοφάνερος· προφανώς.

[λόγ. < αρχ. προ- (< πρόθ. πρό) ως α' συνθ.: αρχ. προ-πύλαια, προ-λέγω (III1: & μτφρδ.: προ-ϊστορία < γαλλ. préhistoire· III2: αρχ. προ-: προ-πέρυσι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες