Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προφίλ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προφίλ το [profíl] Ο (άκλ.) : I1. η πλάγια όψη του προσώπου· κατατομή: Έχει ωραίο ~. || (ως επίρρ.): Tον φωτογράφισα ~ και ανφάς. ANT ανφάς. 2. (μτφ.) σύνολο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της προσωπικότη τας ενός ατόμου ή των τάσεων μιας κατηγορίας ατόμων ή πραγμάτων· φυ σιογνωμία: Ο νέος πολιτικός προσπαθεί να δημιουργήσει ένα εκσυγχρονιστικό ~. Άνθρωπος με χαμηλό ~. Ποιο είναι το ψυχολογικό ~ του μέσου Έλληνα; Οικονομικοί δείκτες που μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε το ~ της οικονομίας μας. II. (τεχν.) 1. διατομή. 2. επίμηκες μεταλλικό στοιχείο, ειδικής διατομής: ~ αλουμινίου.

[λόγ. < γαλλ. profil < ιταλ. profilo]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες