Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσχωρώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσχωρώ [prosxoró] Ρ10.9α : 1α. γίνομαι μέλος σε έναν οργανισμό, σε μια ένωση ή σε ένα σύμφωνο, που έχει ήδη ιδρυθεί ή υπογραφεί από άλλα κράτη: H Ελλάδα, κατά τον α' παγκόσμιο πόλεμο, προσχώρησε στη συμμαχία Γαλλίας, Aγγλίας και Ρωσίας. β. γίνομαι μέλος ενός κόμματος κυρίως ως στέλεχος. 2α. υιοθετώ, ασπάζομαι μια ιδεολογία, τις αρχές μιας καλλιτεχνικής, λογοτεχνικής, πολιτικής ή κοινωνικής κίνησης: Προσχώρησε στο μαρξισμό / στον κυβισμό / στο δημοτικισμό. β. για να υπογραμμίσουμε ότι συμφωνούμε με κπ., ότι αποδεχόμαστε τη γνώμη του: ~ στην άποψή του / στην πρότασή του.

[λόγ. < αρχ. προσχωρῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες