Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποτίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποτίζω [potízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. ρίχνω νερό σε φυτά: Πότισες τις γλάστρες / τα φυτά; Ξέχασα να ποτίσω τα λουλούδια και μαράθηκαν. Έπεσε μια βροχή και πότισε τα σπαρτά. || αρδεύω: Έσκαψε αυλάκια, για να περνάει το νερό και να ποτίζεται το χωράφι. ΠAΡ Για χάρη του βασιλικού* ποτίζεται κι η γλάστρα. 2. δίνω σε κπ. να πιει κτ., και κυρίως νερό σε ζώα: Πήγε να ποτίσει τα πρόβατα. Πότισες το άλογο; (έκφρ.) ταΐζω και ~ κπ., συντηρώ (και φροντίζω) κπ.: Tον τάιζε και τον πότιζε κι ούτε ένα ευχαρι στώ δεν άκουσε. || (επέκτ.) δίνω σε κπ. να πιει, να καταναλώσει κτ., συνήθ. επιβλαβές, σε μεγάλες ποσότητες: Tον πότισε κρασί και τον μέθυσε. Ήρθε ποτισμένος με χασίσι. (έκφρ.) ~ κπ. με πίκρες*. ΦΡ ~ κπ. φαρμάκι / χολή, καταπικραίνω, καταστενοχωρώ κπ., τον πικραίνω πάρα πολύ. 3. απορροφώ (σιγά σιγά) ένα υγρό, υγραίνομαι, εμποτίζομαι: Πότισε ο τοίχος / το ταβάνι, νότισε. Aφήνουμε τις επιφάνειες να ποτίσουν με κόλλα και μετά τις ενώνουμε. 4. (μτφ.) α. γεμίζω με κτ., είμαι γεμάτος από κτ. υγρό: Γη ποτισμένη με ιδρώτα. Λάβαρο ποτισμένο με το αίμα των αγωνι στών. β. (για πρόσ.) διαποτίζω κπ., τον επηρεάζω σε πολύ μεγάλο βαθμό: Έχουν ποτιστεί με μίσος κατά των αλλοθρήσκων. Είναι ποτισμένος από την ολοκληρωτική ιδεολογία.

[αρχ. ποτίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες