Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιτζαμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιτζάμα η [pidzáma] & μπιτζάμα η [bidzáma] & πιζάμα η [pizáma] & μπιζάμα η [bizáma] Ο25 : φαρδύ, (ανδρικό κυρ.) ρούχο από λεπτό συνήθ. ύφασμα, που φοριέται στον ύπνο και που αποτελείται από παντελόνι και σακάκι ή μπλούζα· (πρβ. νυχτικό): Aντρικές / γυναικείες πιτζάμες. Mεταξωτές / ριγέ πιτζάμες. Φόρεσε την ~ του και πήγε για ύπνο. πιτζαμούλα η & μπιτζαμούλα η YΠΟKΟΡ. πιτζαμάκι το & μπιτζαμάκι το YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. pigiama < αγγλ. pyjamas (πληθ.) από τα ινδικά· ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] · -ζά-: λόγ. επίδρ. στα πιτζάμα, μπιτζάμα με βάση το γαλλ. pyjamas· πιτζάμ(α), μπιτζάμ(α) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες