Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πηλάλα η [pilála] Ο25α : (λαϊκότρ.) γρήγορο τρέξιμο, τρεχάλα. || (ως επίρρ.) τροχάδην: Έφυγε ~, τρέχοντας γρήγορα.
[πηλαλ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πηλάλημα το [pilálima] Ο49 : (λαϊκότρ.) γρήγορο, ορμητικό τρέξιμο.
[μσν. πηλάλημα < πηλαλη- (πηλαλώ) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πηλαλητό το [pilalitó] Ο38 : (λαϊκότρ.) γρήγορο, ορμητικό τρέξιμο, καλπασμός.
[πηλαλ(ώ) -ητό]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πηλαλώ [pilaló] & -άω Ρ10.1α : (λαϊκότρ.) τρέχω γρήγορα, ορμητικά, καλπάζω: Ήρθε / έφυγε πηλαλώντας.
[μσν. πηλαλώ ίσως < αρχ. ἐπήλασα αόρ. του ἐπελαύνω `καλπάζω εναντίον΄]